- αποκοσκινίζω
- μετ.1) просеивать до конца; 2) тщательно изучать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκοσκινίζω — 1. τελειώνω το κοσκίνισμα 2. εξετάζω λεπτομερώς … Dictionary of Greek